Η τιμή και το χρήμα. Μια άλλη συνέχεια…

    Η Ρήνη χαιρέτησε τα αδέρφια της και βγήκε με ραγισμένη καρδιά έξω από το σπίτι της. Ξεκίνησε λοιπόν να πάει στην πόλη με όση δύναμη της είχε απομείνει. Μετά από πέντε ημέρες ασταμάτητο περπάτημα, έφτασε επιτέλους στην πόλη. Είχε θαμπωθεί από την ομορφιά της. Περπατούσε και θαύμαζε τα αρχοντικά σπίτια, που ήταν γεμάτα στις αυλέςΣυνεχίστε να διαβάζετε «Η τιμή και το χρήμα. Μια άλλη συνέχεια…».

«Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ» (δημιουργική γραφή)

Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα’ταν χαμένα. «Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος « Πάει η ευτυχία μου!» Κι εβγήκε στο δρόμο. Η Ρήνη ήθελε να τρέξει από πίσω του και να του πει ότι μετάνιωσε αλλά όχι, δεν της το επέτρεπε η αξιοπρέπειά της. Μόλις είχε καταφέρειΣυνεχίστε να διαβάζετε ««Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ» (δημιουργική γραφή)».

Μια άλλη συνέχεια στο διήγημα, Η Τιμή και το Χρήμα του Κων/νου Θεοτόκη:

Ανάθεμα τα τάλαρα       Το επόμενο πρωί, ο Ανδρέας μετανιωμένος πήγε και πάλι στο σπίτι της Ρήνης. Την παρακάλεσε να τον συγχωρέσει, της είπε πως δεν τον νοιάζει για το σπίτι του, ας το χάσει, δεν είχε σκοπό να πάρει την προίκα, αρκεί η Ρήνη να τον ακολουθήσει να φύγουν μαζί σε έναν άλλο τόπο,Συνεχίστε να διαβάζετε «Μια άλλη συνέχεια στο διήγημα, Η Τιμή και το Χρήμα του Κων/νου Θεοτόκη:».

Άκου τα μάτια της ψυχής σου

Κλείσε, λοιπόν, τα μάτια σου Και άσε την ψυχή σου, Να αισθανθεί τα όσα έχει ανάγκη Τι ψάχνεις, Τι ζητάς σου είναι άγνωστα Ο μόνος στόχος σου η επιτυχία Τι να την κάνεις όμως όταν δεν ξέρεις, δεν γνωρίζεις σε τι θες να προοδεύσεις… Σε μία συνεχή αναζήτηση Πάνω σ ένα ασταμάτητο τρένο. Οι στάσειςΣυνεχίστε να διαβάζετε «Άκου τα μάτια της ψυχής σου».

Του νεκρού πατέρα

Μια παραλλαγή της γνωστής παραλογής από το Α3 (διδάσκουσα: Μάλαμα Ισιδώρα) Κόρη μονάκριβη γλυκιά, πολυαγαπημένηζούσε σε σπίτι φτωχικό στην έρημη ΕλλάδαΤα χρήματα είναι λιγοστά τα βάσανα μεγάλαΚάτσαν αντίκρυ οι γονείς και πήραν να μιλάνεΓια θέματα προβλήματα λύσεις να αναζητάνεΣε λογισμούς τους έφερε το πρόβλημα της κρίσηςΤα χρήματα δεν φτάνουν τα μαγαζιά όλα κλείνουνΚι η Άρτεμις μιλάει σιγά τηνΣυνεχίστε να διαβάζετε «Του νεκρού πατέρα».

Ο καστανάς (του Γ. Σκαμπαρδώνη)

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ. Κατεβαίνω τὴν Τσι­μι­σκή· γω­νί­α μὲ Ἀ­ρι­στο­τέ­λους, βλέ­πω τὸν κα­στα­νὰ ἀ­π’ τὸ πα­λιὸ Ἀ­να­γνω­στι­κό τῆς Β’ Δη­μο­τι­κοῦ, τὸν ζω­γρα­φι­σμέ­νο ἀ­π’ τὸν Γι­ῶρ­γο Μα­νου­σά­κη (κά­ποι­οι νο­μί­ζου­νε, λά­θος, ὅ­τι εἶ­ναι ζω­γρα­φιὰ τοῦ Γραμ­μα­τό­που­λου), νὰ κά­θε­ται στὴ γω­νί­α μὲ τὴ φου­φοὺ καὶ νὰ ψή­νει κά­στα­να. Στὲκο­μαι δι­στα­κτι­κὰ μπρο­στά του. Τὸν κοι­τά­ζω ἐ­πί­μο­να, ἐ­ξε­τα­στι­κὰ – κι ὅ­μως εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος,Συνεχίστε να διαβάζετε «Ο καστανάς (του Γ. Σκαμπαρδώνη)».

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε